ανασκοπώ

ανασκοπώ
(ε) μετ.
1) оглядываться назад; обозревать; 2) делать обзор (в печати и т. п); 3) принимать во внимание, взвешивать; 4) пересматривать, проверять; 5) подытоживать; резюмировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανασκοπώ" в других словарях:

  • ανασκοπώ — (Α ἀνασκοπῶ, έω) [σκοπώ] νεοελλ. ξανασκέπτομαι, επανεξετάζω με συντομία αρχ. παρατηρώ με προσοχή, εξετάζω, αναλογίζομαι …   Dictionary of Greek

  • ανασκοπώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. εκτιμώ, κρίνω το παρελθόν: Ανασκόπησαν τα γεγονότα της τελευταίας 20ετίας στη χώρα μας. 2. εξετάζω καλύτερα, αναμετρώ: Ανασκόπησαν τα στοιχεία πάνω στα οποία είχαν στηρίξει την άποψή τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνασκοπῶ — ἀνασκοπέω look at narrowly pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀνασκοπέω look at narrowly pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀνασκοπέω look at narrowly pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀνασκοπέω look at narrowly pres ind act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναμετρώ — ( έω) (Α ἀναμετρῶ) (Ν και άω) 1. μετρώ εκ νέου, ξαναμετρώ 2. μετρώ, υπολογίζω προσεκτικά 3. εξετάζω προσεκτικά, σταθμίζω, υπολογίζω, εκτιμώ 4. φέρνω στον νου μου, ανασκοπώ, αναλογίζομαι νεοελλ. μεσ. διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι αρχ. Ι. ενεργ., 1.… …   Dictionary of Greek

  • ανασκέπτομαι — ἀνασκέπτομαι (Α) ανασκοπώ, επανεξετάζω …   Dictionary of Greek

  • επανασκοπώ — ἐπανασκοπῶ, έω (Α) [σκοπώ] εξετάζω ξανά, ανασκοπώ («δοκεῑ oὖv μοι χρῆναι ἐπανασκέψασθαι τί καὶ λέγω», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • προανασκοπούμαι — έομαι, Α παρατηρώ κάτι πρωτύτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνασκοπῶ, οῦμαι «παρατηρώ με προσοχή, εξετάζω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»